ἀδιάθετος — not disposed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάθετος — η, ο 1. ανήμπορος, άκεφος: Δεν ήρθε στη δουλειά, γιατί ήταν αδιάθετος. 2. αυτός που δε διατέθηκε, δεν πουλήθηκε: Έμειναν αδιάθετα αρκετά αντίτυπα του βιβλίου. 3. αυτός που δεν κληροδοτήθηκε με διαθήκη: Κληρονόμησε «εξ αδιαθέτου». 4. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιάθετος — η, ο (ΑΜ ἀδιάθετος, ον) 1. αυτός που πεθαίνοντας δεν άφησε διαθήκη 2. αυτός που κληρονομήθηκε χωρίς διαθήκη νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει διάθεση, δηλ. σωματική ή ψυχική ευεξία, κακοδιάθετος, ελαφρά άρρωστος 2. αυτός που δεν διατέθηκε ή δεν… … Dictionary of Greek
αδιαθετώ — [αδιάθετος] είμαι αδιάθετος, ελαφρά άρρωστος … Dictionary of Greek
ἀδιαθέτως — ἀδιάθετος not disposed adverbial ἀδιάθετος not disposed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάθετον — ἀδιάθετος not disposed masc/fem acc sg ἀδιάθετος not disposed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαθέτου — ἀδιάθετος not disposed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαθέτους — ἀδιάθετος not disposed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαθέτων — ἀδιάθετος not disposed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαθέτῳ — ἀδιάθετος not disposed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάθετοι — ἀδιάθετος not disposed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)